- γίγαντας
- ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο)πληθ. Γίγaντες, οιμυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούςμσν.-νεοελλ.1. υπερβολικά μεγαλόσωμος2. υπερβολικά δυνατόςνεοελλ.1. ρωμαλέος, ηρωικός2. (στα παραμύθια) δράκος, ανθρωποφάγος3. πληθ. γίγαντες, οιποικιλία μεγάλων φασολιώναρχ.ως επίθ. ισχυρός («Ζεφύρου γίγαντος αὒρᾳ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως η λ. προήλθε από το προελληνικό υπόστρωμα. Χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό και φέρει επίθημα -αντ - (πρβλ. Άβαντες, αλίβαντες, Κορύβαντες κ.ά.). Κατ' άλλους συνδέεται με λεττ. gāgans «μακρύ σχοινί, γίγαντας».ΠΑΡ. γιγάντειος, γιγαντιαίος, γιγαντικός, γιγάντιος, γιγαντώδηςμσν.γιγαντιώνεοελλ.γιγαντεύομαι, γιγάντινος, γιγαντισμός, γιγαντώνω.ΣΥΝΘ. γιγαντομαχίααρχ.γιγαντολέτης, γιγαντολέτωρ, γιγαντοφθόρος, γιγαντοφόνοςμσν.γιγαντογενής, γιγαντόκτιστος, γιγαντοπάλαμος, γιγαντόχειρμσν.-νεοελλ. γιγαντοδύναμος, γιγαντόσωμοςνεοελλ.γιγανταιώρημα, γιγαντόκορμος, γιγαντομαχώ, γιγαντοφυΐα].
Dictionary of Greek. 2013.